top of page

Η πορεία του Ελ. Χανδρινού από τον Ιούλιο του 1974 μέχρι την τελευταία του ημέρα.

H σύζυγος του ΗΡΩΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΑ Πλωτάρχη ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ, Αμαλία Γαβριήλ Χανδρινού, διηγείται τα γεγονότα ξεκινώντας αρχής γενόμενα από τον Ιούλιο του 1974…

Τον Ιούλιο του 1974, το ρολόι της οικογενειακής μου ευτυχίας άρχισε να πηγαίνει πίσω από της 13 Ιουλίου 1974, ημέρα αποπλεύσεως του

Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ δια Αμμόχωστο Κύπρου, προς αντικατάσταση της ΕΛ.ΔΥ.Κ.

εναντίον του Μακάριου.

Άρχισα να ανησυχώ καθώς δεν μπορούσα να έχω επαφή με τον Άκη.

Εκείνο όμως που με ανησυχούσε περισσότερο ήταν το ρολόι μου που εξακολουθούσε να πηγαίνει πίσω.

Κάτι στο υποσυνείδητό μου με προειδοποιούσε ότι κινδυνεύει η οικογενειακή μου ευτυχία.

Στις 16 Ιουλίου 1974, ο κουμπάρος μου, που ήταν στο Γ.Ε.Ν. με ειδοποίησε ότι ο Άκης ήταν κοντά στη Ρόδο.

Την επόμενη μέρα ήμουν κάπως καλλίτερα, διότι έμαθα ότι στην Κύπρο είχαν ηρεμήσει και ότι το πλοίο έφευγε ξανά από την Ρόδο προς Αμμόχωστο.

Αυτές ήταν οι τελευταίες μου πληροφορίες μέχρι τις 20 Ιουλίου 1974.

Έμαθα από τα αδέλφια μου ότι στην Κύπρο γίνεται εισβολή από τους Τούρκους.

Έπαθα κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση.

Δεν μπορούσα να μάθω που βρισκόταν ο Άκης.

Τι περίεργο!

Το ρολόι πήγαινε πίσω ακόμη πιο αργά!

Προσπάθησα να φαίνομαι ήρεμη μπροστά στα παιδιά μου, ηλικίας 10 και 5 ετών, και στην μαμά μου που με κοιτούσε ανήσυχη, διότι μόλις προ ολίγου την είχε πάρει τηλέφωνο ο αδελφός μου ο Σωτήρης, Αξιωματικός του Στρατού και της είπε απλά ότι φεύγει.

Ο άλλος αδελφός μου ο Βασίλης, Κυβερνήτης του Υ/Β. ΓΛΑΥΚΟΣ, ήξερα πως είχε φύγει προς Κύπρο.

Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά.

Ο κόσμος έτρεχε στα καταστήματα και έκανε προμήθειες για πόλεμο.

Ειδοποίησα την μητέρα του Άκη να έλθει να μείνει μαζί μας και το μόνο που έκανα από προμήθειες ήταν λίγα κουτιά γάλα για τα παιδιά.

Έβγαινα στο μπαλκόνι κοιτώντας τον κόσμο που έτρεχε πανικόβλητος.

Επικοινώνησα τηλεφωνικώς με δύο συζύγους συναδέλφων του Άκη, του Ύπαρχου και του Β’ Μηχανικού, και προσπάθησα να τις ησυχάσω και τις διαβεβαίωσα ότι θα τηλεφωνούσα αμέσως μόλις είχα νέα.

Οι ώρες περνούσαν δύσκολα.

Έβλεπα τα παιδιά μου κάποια στιγμή να προσεύχονται στα εικονίσματα να γυρίσει ο μπαμπάς τους γρήγορα.

Δεν καταλάβαιναν και καλά τι συνέβαινε στην πραγματικότητα, όμως οι γιαγιάδες τους δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους.

Στην μητέρα μου έλειπαν τρία παιδιά, τα 2 στην Κύπρο, και στην πεθερά μου 1.

Και στις δύσκολες αυτές ώρες το ρολόι μου συνέχιζε την προς τα πίσω πορεία του, κάνοντας έτσι την οικογενειακή μου ευτυχία να ταράσσεται συθέμελα.

Ο κουμπάρος μου, στον θάλαμο επιχειρήσεων του Ναυτικού, δεν μπορούσε να με ενημερώσει.

Το μόνο που έκανα ήταν να ακούω ραδιόφωνο για κάποια πληροφορία.

Δεν ήξερα αν θα γινόταν πόλεμος μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας, παρά μόνον ότι έκαναν γενική επιστράτευση.

Εκείνο όμως που ήταν βέβαιο ήταν ότι ο Άκης βρισκόταν στην Κύπρο και ο αδελφός μου ο Βασίλης κάπου εκεί.

Που όμως?

Δεν μπορούσα να συντονίσω το μυαλό μου σε ένα σημείο διότι αστραπιαία πήγαινε πότε στον Άκη, πότε στον Βασίλη, πότε στα παιδιά.

Προσπάθησα να πειθαρχήσω τον εαυτό μου διότι η οικογένεια μου εκείνη την στιγμή, δύο παιδάκια και δύο ηλικιωμένες γυναίκες, στηριζόταν σε μένα.

Ξημέρωσε Κυριακή 21 Ιουλίου 1974 χωρίς να έχω κλείσει μάτι.

Κοιτάζω το ρολόι μου που πήγαινε πίσω και μάλιστα είχε διαστήματα διακοπής.

Φτάνουν στα αυτιά μου διάφορες σκόρπιες πληροφορίες, ότι Ελληνικά πλοία ήταν στην Κύπρο, ότι έγινε αεροναυμαχία, ότι βυθίστηκε ένα πλοίο και διάφορα άλλα τέτοια.

Το σπίτι μου ήταν βουτηγμένο στην δυστυχία.

Κάποια ώρα το πρωί, ακούω βασικό πολιτικό στέλεχος της μεταπολιτεύσεως να κάνει μια δήλωση ότι ουδεμία Ελληνική νηοπομπή, ουδέν πολεμικό σκάφος ευρίσκεται στην Κύπρο.

Δεν ήξερα τι να σκεφτώ.

Το ΛΕΣΒΟΣ ήταν εκεί, το ΓΛΑΥΚΟΣ ήταν εκεί.

Γιατί έλεγαν ψέματα?

Τι έγινε, άραγε βύθισαν το πλοίο?

Λόγω της στρατιωτικής μου …θητείας, από την ημέρα που γεννήθηκα σε στρατιωτική οικογένεια, κατάλαβα ότι έπαιζαν κάποια παιχνίδια εις βάρος της Κύπρου, αφού όχι μόνο δεν έστελναν κάποια βοήθεια εκεί, αλλά άφησαν και το Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ στην μοίρα του.

Δυστυχώς, το μυαλό μου πήγαινε στο χειρότερο.

Για το μόνο που μιλούσαν στα μέσα ενημερώσεως ήταν η άφιξη του Καραμανλή.

Και τι με ένοιαζε εμένα!

Εγώ ενδιαφερόμουν τι έγινε το πλοίο, το Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ, που ήταν ο Βασίλης και γιατί δεν έστελναν βοήθεια στην Κύπρο.

Αυτή ήταν η Κυριακή 21 Ιουλίου 1974.

Αυτές οι δύο μέρες που μου φάνηκαν αιώνες, νόμιζα τότε ότι θα ήταν οι χειρότερες της ζωής μου!

Μιλούσα με τον συμπαντικό μου νου με τον Κύριο και τον παρακαλούσα να μην πάθει τίποτα ο Άκης μου και ο Βασίλης.

Δεν γνώρισα πατέρα και μέχρι τα 17 μου χρόνια έκανα παρέα με τον Βασίλη και μετά γνώρισα τον Άκη που μου έδωσε τον κόσμο όλο.

Ήταν οι άνδρες της ζωής μου.

Αλλά τι έγινε το ρολόι μου, σκέφτηκα και γύρισα να δω την ώρα, αλλά, δυστυχώς, αυτό συνέχιζε την πίσω πορεία του.

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά.

Δεν νομίζω ότι μέχρι τότε είχα κλάψει τόσο πολύ όσο εκείνες τις δύο ημέρες που ήμουν ξάγρυπνη.

Κάποια στιγμή, βυθισμένη στις σκέψεις μου, περίπου στις μία και μισή μετά τα μεσάνυχτα, χτυπάει το τηλέφωνο.

Τρέχω σαν τρελή.

Ακούω τον κουμπάρο μου και έναν άλλον συμμαθητή του και αδελφικό του φίλο να μου μιλούν και οι δύο μαζί από τον θάλαμο επιχειρήσεων, ότι ο Άκης ήταν καλά, ότι είχε δώσει σήμα και ήταν εκτός επιχειρήσεων και ότι την επομένη μέρα θα έκανε μια στάση στην Σητεία της Κρήτης.

Τους ρώτησα γιατί, μήπως είχε χτυπήσει?

« ΟΧΙ », μου απάντησαν.

Τους ευχαρίστησα και ξύπνησα την μητέρα μου, την πεθερά μου και τα παιδιά μου για να τους πω ότι ο Άκης ήταν καλά.

Δεν μπορώ να περιγράψω την χαρά μου αφού είχα μάθει ότι και ο Βασίλης ήταν κι αυτός καλά.

Γύρισα χαρούμενη να κοιτάξω το ρολόι μου που συνέχιζε να πηγαίνει πίσω, αλλά αυτή την πιο αργά …δεν ήξερα γιατί.

Την επόμενη μέρα το πρωί, πήγα στο γραφείο μου στην Τράπεζα.

Οι συνάδελφοί μου με πλησίασαν και με ρωτούσαν για τον Άκη.

Έκλαιγα, γελούσα, αγωνιούσα και δεν ξέρω πόσα άλλα συναισθήματα κατέκλυζαν εκείνη την ημέρα το είναι μου.

Ώσπου έμαθα ότι ο Άκης θα έφθανε στην Αμφιάλη την επόμενη μέρα.

Την επόμενη μέρα το πρωί που ο Άκης θα έφθανε στην Αμφιάλη, εγώ είχα ήδη φύγει από το γραφείο μου και πήγαινα να τον συναντήσω.

Άφησα το αυτοκίνητο κάπου στο Μπαλάσκα γιατί το μέρος εκεί ήταν γεμάτο άρματα μάχης έτοιμα να μεταφερθούν στην Κύπρο προς βοήθεια, αλλά δυστυχώς δεν πήγανε ποτέ εκεί.

Ήσαν αραδιασμένα στο δρόμο δεξιά και αριστερά, αφήνοντας ένα μικρό διάδρομο ανάμεσά τους.

Έτρεχα– έτρεχα ασταμάτητα ακούγοντας τους φαντάρους να σφυρίζουν βλέποντάς με να τρέχω σαν τρελή ανάμεσά τους χωρίς όμως να τους βλέπω εγώ.

Και κάποτε φτάνω μπροστά στο Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ.

Δεν θυμάμαι πως χάθηκα στην αγκαλιά του Άκη.

Είχε αδυνατίσει, είχε μουστάκι, αλλά ήταν αυτός, ζωντανός και υγιής.

Μόλις μπήκα στα σπλάχνα του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ είδα σκορπισμένες οικοσκευές της ΕΛ.ΔΥ.Κ. και αναρωτήθηκα πόσοι από αυτούς δεν θα τις έπαιρναν ποτέ.

Αυτές τις σκέψεις τις έκανα αφού είχα μάθει από πρώτο χέρι τι είχε γίνει πραγματικά στην Κύπρο.

Οι συνάδελφοι του Άκη τον είχαν σηκώσει στα χέρια για να τον συγχαρούν για την βοήθειά του προς την Κύπρο, ενώ αυτοί αν και ήθελαν να είναι εκεί και να μάχονται τον προαιώνιο εχθρό της Πατρίδας μας, δυστυχώς τους είχαν καθηλώσει στην Ελλάδα.

Ξέρω ότι όλες οι χώρες αγοράζουν πολεμικά μέσα για να τα χρησιμοποιήσουν όταν χρειαστεί να προασπίσουν την Πατρίδα τους.

Ενώ εμείς επί τόσα χρόνια πληρώνουμε χρήματα για να αποκτήσουν οι ένοπλες δυνάμεις όλα τα μέσα που απαιτούνται για την προάσπιση του Ελληνισμού, δυστυχώς τα έχουμε δει μόνο σε ασκήσεις και σε παρελάσεις.

Από την Αμφιάλη, παρέμεινε σχεδόν ένα μήνα στην Πάχη.

Κάθε μέρα πήγαινα το απόγευμα μετά το γραφείο, μαζί με τα παιδιά και γυρίζαμε αργά το βράδυ.

Μέχρι της 27 Αυγούστου του 1974 κανείς δεν τον φώναξε στο επιτελείο να τον ρωτήσουν για το ταξίδι… άλλωστε γιατί?

Αφού δεν τον περίμεναν να γυρίσει πίσω και αφού δεν τους έκανε το χατίρι και γύρισε, αυτοί του γύρισαν την πλάτη.

Ας είναι καλά οι συνάδελφοί του που αναγνώρισαν τον αγώνα του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ, αλλά προσέξτε, όχι συμμαθητές του, εκτός ελαχίστων, αλλά μόνο συνάδελφοί.

Μια μέρα τον πύρε ένας Αξιωματικός του Επιτελείου τηλέφωνο και τον ρώτησε που θέλει να τον μεταθέσουν και ο Άκης του απάντησε « όπου νομίζετε ».

Στις 27 Αυγούστου 1974 αναγκάζεται να γράψει μια αναφορά με θέμα το ταξίδι του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ στην Κύπρο.

Δεν του απάντησε κανείς.

Τον Δεκέμβριο του 1974 δίδεται διαταγή να αναφέρουν την καθ’ οιοδήποτε τρόπον συμμετοχή έκαστου στα γεγονότα της Κύπρου.

Η λεπτομερής αναφορά με θέμα «ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ» γράφεται από τον Άκη και αποστέλλεται στο Επιτελείο.

Να σημειωθεί ότι την αναφορά την δακτυλογράφησα εγώ διότι δεν είχε εμπιστοσύνη δε κανέναν άλλον.

Βέβαια, η αναφορά αυτή είχε την ίδια τύχη με την πρώτη.

Ενώ την ζήτησαν υποτίθεται δια τον περίφημο φάκελο της Κύπρου, ουδέποτε ζήτησε κανείς από τον Άκη να δώσει και προφορική κατάθεση.

Το πιο περίεργο όμως είναι ότι αυτές οι αναφορές έπρεπε να υπάρχουν στον προσωπικό του φάκελο, όμως κάθε χρόνο, στις ετήσιες κρίσεις, έπρεπε να πάει φωτοτυπίες των αναφορών, διότι οι προηγούμενες είχαν εξαφανισθεί!

Βέβαια, εκ των υστέρων, διαπιστώθηκε ότι όλο το ημερολόγιο του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ είχε εξαφανισθεί.

Στην Πάχη περίμενε την μετάθεσή του, πιστεύοντας ότι θα ήταν ανάλογη του βαθμού του και αντάξιά του.

Και αντί αυτού, ιδού η πρώτη τιμωρία από τον Αρχηγό Ναυτικού.

Τον μεταθέτει στην Λάρισα από 31 Αυγούστου 1974 έως τον Αύγουστο του 1976.

Και δεν ήταν η μόνη τιμωρία του.

Ακολούθησαν πολλές άλλες δια των οποίων προσπαθούσαν να κάμψουν το ηθικό του Άκη.

Ο Άκης όμως, με βοήθεια την άπειρη αγάπη της οικογένειας του, κατάφερνε να ξεπερνά τις δυσκολίες πάντα με χαμόγελο.

Μέσα του όμως είχε από τότε μια πίκρα και διερωτάτο γιατί το κράτος δεν ανεγνώρισε την προσφορά του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ στην Κύπρο, εν αντιθέσει με τους προδότες της Κύπρου, οι οποίοι αν και γνωστοί, όχι μόνον δεν τιμωρήθηκαν ποτέ, έγιναν και επίτιμοι Αρχηγοί και υποστηρίχθηκαν από το κράτος στις επιχειρήσεις τους που δημιούργησαν.

Οι τιμωρίες στον Άκη δεν σταματούν εδώ.

Το 1982 προσπάθησαν να τον στείλουν ως Ναυτικό Ακόλουθο στην Ελληνική Πρεσβεία της Άγκυρας στην Τουρκία.

Δυστυχώς, όμως, είπα στον Άκη ότι δεν τον ακολουθώ με τα παιδιά μας διότι φοβάμαι και έτσι αναγκάσθηκε να αρνηθεί και ο ίδιος στο Επιτελείο.

Εκείνοι όμως, απτόητοι, τον ξαναρώτησαν δύο χρόνια αργότερα και ο Άκης δέχτηκε αμέσως χωρίς να μου το πει.

Όταν μου το είπε τον ρώτησα «γιατί δέχτηκες?» και μου απάντησε ότι «δεν θα τους δώσω το δικαίωμα να με πουν δειλό».

Επιτέλους είχαν φτάσει στην τελευταία τους τιμωρία.

Τίποτα δεν τους σταματούσε πλέον, τρίβοντας τα χέρια από την χαρά τους.

Είχε έλθει η ώρα να τον ξεφορτωθούν μια και καλή, μη υπολογίζοντας ούτε τα παιδιά του ούτε την γυναίκα του.

Δυστυχώς συνάδελφοι ήταν συνάδελφοι του που είχαν μεγαλώσει μαζί στο Πολεμικό Ναυτικό!

Όμως ο Άκης δεν κράτησε κακία σε κανέναν τους.

Βλέπετε το ήθος, η αρετή, η τόλμη, η δικαιοσύνη, η αγάπη του για τους άλλους ήταν τόσο μεγάλη που χωρούσε όλον τον κόσμο.

Αυτός ήταν ο χαρακτήρας του.

Το χαμόγελό του ήταν το ιδιαίτερο του χάρισμα και αυτό δεν μπόρεσε να του το στερήσει κανείς.

Είμαι βεβαία ότι το πήρε μαζί του και τον αισθάνομαι να μου χαμογελά με αγάπη.

Την ημέρα που φεύγαμε για την Τουρκία γύρισα να δω το ρολόι μου.

Γύριζε πίσω ακόμα, αργά αλλά σταθερά.

Εκείνο που με παρηγορούσε είναι ότι ο Άκης είχε επάνω του το Τίμιο Ξύλο και μέχρι αυτήν την στιγμή τον είχε σώσει από βέβαιο θάνατο.

Η ζωή μας στην Τουρκία πέρασε ωραία.

Παρ’ όλο ότι η κάθε μας κίνηση ήταν υπό παρακολούθηση, δεν μας πείραζε.

Το ξέραμε ότι γνώριζαν τα πάντα.

Θυμάμαι ότι σε μια συγκέντρωση ένας Τούρκος Ναύαρχος μου είπε αν γνώριζα ότι στο Μουσείο την Κωνσταντινουπόλεως υπάρχει πολεμικό λάφυρο μια Ελληνική Τορπιλάκατος.

Η Ελληνική τορπιλάκατος που εκτίθεται ως λάφυρο πολέμου στο μουσείο

της Κωνσταντινουπόλεως.

Ένας άλλος Τούρκος Ναύαρχος σε μια συνεστίαση σήκωσε το ποτήρι του κι είπε στον Άκη… «Δεν ξέρω αν στο μέλλον βρεθούμε αντιμέτωποι, τώρα όμως πίνω στην υγεία ενός Γενναίου Έλληνα Αξιωματικού του Ναυτικού».

Ο Άκης ήταν αγαπητός άνθρωπος.

Δεν υπήρχε περίπτωση να μην θέλει να τον κάνει κάποιος παρέα.

Στο σπίτι μας έγιναν πολλά γλέντια με τους ξένους ακόλουθους, τους Τούρκους και τους Έλληνες της Πρεσβεία μας.

Όμως στην Ελλάδα παρακολουθούσαν τα δρώμενα στην Τουρκία.

Πολλές φορές έχω διερωτηθεί… που ήταν ο πραγματικός εχθρός, στην Τουρκία η στην Ελλάδα?

Ποιος, αλήθεια, είχε το μεγαλύτερο κίνητρο εξοντώσεώς του και ποιο το όφελος?

Από την Τουρκική πλευρά ήταν μόνο η εκδίκηση δια τις απώλειες που είχαν από τον Άκη στην Κύπρο το 1974.

Για τους εδώ όμως?

Αρκετές φορές οι διαταγές τους έβαζαν σε κίνδυνο την ζωή ολόκληρης της οικογένειάς του, για πράγματα που ποτέ δεν τα ήθελαν.

Ο καιρός περνούσε στην Τουρκία ευχάριστα, όμως το ρολόι συνέχιζε να γυρίζει στην πίσω πορεία του.

Τι θα γινόταν άραγε?

Κάθε φορά που ερχόταν στην Ελλάδα υπηρεσιακώς, κάτι με φόβιζε.

Τον Μάρτιο του 1986 τον ειδοποιούν ότι τον αποστρατεύουν, ενώ θα έπρεπε να λέει στους Τούρκους ότι προήχθη σε Αρχιπλοίαρχο και να φορά την στολή του Αρχιπλοιάρχου μέχρις ότου τελειώσει η υπηρεσία του, τον Αύγουστο του 1986.

Πολύ έντιμο αυτό, ε?

Τον πείραξε πάρα πολύ, στεναχωρήθηκε και υποβάλει αναφορά από την Πρεσβεία στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, ζητώντας την επανάκριση του, αναφέροντας για πρώτη φορά την πολεμική του δράση στην Κύπρο, τελειώνοντας έτσι… «Υπήρξα ο μόνος Έλληνας Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού του οποίου συμμετείχε ενεργά στις Επιχειρήσεις της 20ης Ιουλίου 1974 και αισθάνομαι υπερήφανος διότι δια των ορθών ενεργειών, κάτω από λίαν δυσμενείς συνθήκες, κατόρθωσα να ενισχύσω, δια του στρατιωτικού προσωπικού της ΕΛ.ΔΥ.Κ., την άμυνα της Κύπρου και επί πλέον να γίνω αίτιος της απομείωσης του Τουρκικού Στόλου δια της απώλειας του Αντιτορπιλικού KOCATEPE και των σοβαρών ζημιών των δύο άλλων Αντιτορπιλικών».

Καλείται στην Ελλάδα με Φύλλο Πορείας και ενημερώνοντας εγγράφως τις Τουρκικές αρχές με ημερομηνία 30/04/1986 για τις πόλης απ’ όπου θα περνούσε με το αυτοκίνητό του.

Πριν φύγει από την Τουρκία, μας λέει ότι τον τελευταίο καιρό έβλεπε ένα όνειρο.

Το ίδιο κάθε φορά.

Ότι έπεφτε από ψηλά, έπεφτε, έπεφτε συνέχεια και μετά ξυπνούσε.

Γύρισα να δω το ρολόι της οικογενειακής μας ευτυχίας.

Τι περίεργο, όχι μόνο δεν γύριζε πίσω αλλά σταματούσε και ξεκινούσε και πάλι την προς τα πίσω πορεία του.

Έφυγε στις 8 Μαΐου 1986 και είχε μαζί του τον θείο μου με την γυναίκα του που είχαν έρθει να μας δουν για το Πάσχα.

Το σχετικό Τουρκικό έγγραφο της προκαθορισμένης διαδρομής.

Κάθισε μια εβδομάδα στην Αθήνα.

Πήγε στο Επιτελείο για της σχετικές οδηγίες και το βράδυ πριν φύγει επισκέφθηκε έναν αδελφικό του φίλο και συμμαθητή του.

Την επομένη το πρωί, στις 06:00΄ ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής του στην Άγκυρα.

Έφτασε στην Καβάλα το μεσημέρι και μετά το φαγητό ξεκίνησε για την Αλεξανδρούπολη για να διανυκτερεύσει εκεί επειδή έπρεπε να μπει στην Τουρκία στις 18 Μαΐου.

Στις 13:45΄ μμ, στο 14ο χλμ. Της Εθνικής οδού Κομοτηνής – Αλεξανδρούπολης, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ανατράπηκε και έπεσε σε ένα χωράφι, χωρίς λόγο, χωρίς σύγκρουση.

Πίσω του ερχόταν ένα γερανοφόρο όχημα αλλά όπως μας είπε το Αστυνομικό Τμήμα Κομοτηνής, το μόνο που είδε ο οδηγός του είναι ότι έπεσε στο χωράφι.

Δεν ξέρω πως δεν κατάλαβαν ότι για να είναι πίσω από το ατμοκίνητο του ο γερανός θα πρέπει να τον είχε προσπεράσει ο Άκης.

Τι έγινε σε αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα?

Ο δρόμος δεν είχε λάδια, δεν είχε βρέξει, ήταν ευθύς και όπως ξέρουμε παρ’ όλο ότι είναι Εθνική οδός είναι στενός και δεν συγκρούστηκε με άλλο αυτοκίνητο.

Δεν έμαθα πως τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο της Κομοτηνής και παρ’ όλο ότι ο γιατρός δεν ήξερε τι να κάνει, τον κράτησε μέχρι τις 17:00΄ και έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος.

Δεν βρισκόταν διαθέσιμο ελικόπτερο για έναν Ήρωα.

Τα δύο αδέλφια μου έφυγαν από την Αθήνα, κάνοντας ένα τρελό και επικίνδυνο ταξίδι μέχρι την Θεσσαλονίκη σε 3,5 περίπου ώρες.

Στο διάστημα αυτό εγώ καθόμουν στο σπίτι μας στην Τουρκία με τα δύο τα κορίτσια και περίμενα τηλέφωνο από τον Άκη όταν θα έφθανε Αλεξανδρούπολη.

Η ώρα περνούσε και το τηλέφωνο δεν χτυπούσε.

Όταν όμως χτύπησε ήταν ο Βασίλης, ο αδελφός μου, ο οποίος μου είπε ότι ο Άκης χτύπησε και έσπασε το πόδι του και έπρεπε να έλθω στην Ελλάδα.

Αμέσως ενημέρωσα την Πρεσβεία, έδωσα οδηγίες στον Δημήτρη Γεωργόπουλο, τον Αεροπορικό Ακόλουθο της Πρεσβείας, να προσέχει τα παιδιά και να φροντίσει για τα εισιτήρια.

Τον επόμενο μήνα τα παιδιά είχαν εξετάσεις.

Η μεγάλη πτυχιακά στο Πανεπιστήμιο και η μικρή τελείωνε το Λύκειο και έπρεπε να μείνουν στην Τουρκία.

Εν συνεχεία και κρυφά από τα παιδιά, επικοινώνησα με το Νοσοκομείο, το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και με πληροφόρησαν για την κρίσιμη κατάσταση που βρισκόταν ο Άκης.

Δεν είπα στα παιδιά τίποτα, παρά μόνο ότι είχε σπάσει το πόδι του.

Άλλαξα τρία αεροπλάνα για να φθάσω στην Θεσσαλονίκη.

Στο αεροδρόμιο με περίμεναν τα αδέλφια μου και με πήγαν στο Νοσοκομείο.

Μπήκα στο γραφείο του Διευθυντού και μου εξέθεσε την δύσκολη κατάσταση του Άκη λόγο της μεγάλης καθυστέρησης.

Έπρεπε να μιλήσω στον Άκη, αλλά ο Αρχίατρος μου είπε ότι πρέπει να είμαι ψύχραιμη για να μην καταλάβει την σοβαρότητα της κατάστασής του.

Δηλαδή:

α. Θραύση δώδεκα (12) θωρακικών πλευρών και διάρρηξη πνευμόνων.

Β. Θραύση σπονδυλικής στήλης.

Γ. Πολλαπλά κατάγματα κρανίου.

Παίρνω μια βαθιά αναπνοή και μπαίνω στην εντατική.

Το πρώτο που είδα έναν Άκη «διπλό» και σε καταστολή αλλά μπορούσε να με καταλάβει.

Μόνον ο Θεός θα μπορούσε να με δυναμώσει τόσο πολύ ώστε να αντέξω αυτό που έβλεπα με τα μάτια μου.

Του μίλησα γλυκά, για μένα, για τα παιδιά, για πράγματα προσωπικά μας, χωρίς όμως να τον συγκινήσω και τότε μου έσφιξε δυνατά το χέρι μου.

Τι ίδιο πρωί, η Πρεσβεία της Τουρκίας στην Ελλάδα είχε στείλει ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα.

Τόσο άμεση ενημέρωση.

Μέναμε με τα αδέλφια μου σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο 424.

Πήρα τηλέφωνο τα παιδιά στη Άγκυρα και όσο πιο ήρεμα μπορούσα τους εξήγησα ότι ο Μπαμπάς τους έπρεπε να μείνει στο Νοσοκομείο ένα μήνα για να γίνει καλά το πόδι του και ότι έπρεπε να διαβάζουν για να πάρουν τα πτυχία τους.

Τους είπα ότι θα τα έπαιρνα τηλέφωνο κάθε μέρα.

Την άλλη μέρα το πρωί ρώτησα τον γιατρό τι πιθανότητες υπάρχουν για την ζωή του Άκη.

Με μεγάλη δυσκολία μου είπε 3%.

Ξανακοίταξα το ρολόι της οικογενειακής μου ευτυχίας που ίσα-ίσα λειτουργούσε.

Φέραμε καθηγητές όλων των ειδικοτήτων.

Οι γνωματεύσεις δυσάρεστες.

Έπρεπε να βάλω τα μεγάλα μέσα.

Πήγα στην Εκκλησία της Παναγίας της Δεξιάς.

Της μίλησα, την παρακάλεσα τόσο μέχρι να καταλάβω ότι με άκουσε.

Ήξερα ότι όσες φορές την είχα παρακαλέσει για κάτι, ποτέ δεν μου χάλασε χατίρι.

Το βράδυ στον ύπνο μου είδα ένα όνειρο.

Είδα μια Μαρία μαυροντυμένη να κάθεται πάνω σε ένα κάρο και δίπλα της καθόμουν εγώ.

Βρισκόμασταν στους πρόποδες ενός λόφου και με οδηγούσε στην κορυφή και τότε βρεθήκαμε μπροστά σε μία εκκλησία ανάμεσα στα δέντρα.

Μετά γύρισε και μου είπε ότι τώρα θα πρέπει να ανεβούμε σε εκείνο το βουνό.

Δεν είδα όμως εάν φθάσαμε και στην κορυφή, πάντως ξεκινήσαμε.

Το πρωί, ήμουν σίγουρη ότι δεν θα πέθαινε ο Άκης μου.

Θα παιδευόμασταν πολύ αλλά το αποτέλεσμα θα ήταν καλό.

Ο Γολγοθάς είχε αρχίσει.

Πέρασαν τα κρίσιμα εικοσιτετράωρα, όμως είχε σπάσει ο 12ος θωρακικός σπόνδυλος και η πιθανότητα να μείνει παράλυτος ήταν μεγάλη εφ’ όσον δεν μπορούσε να εγχειρισθεί αμέσως, λόγω του προβλήματος των πνευμόνων.

Ο Άκης νόμιζε ότι ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων.

Ο Αρχίατρος αναγκάσθηκε να βγάλει την ιατρική μάσκα και να του πει ότι ήταν στην Ελλάδα, όμως ο Άκης δεν τον πίστεψε.

Τότε ο γιατρός μας είπε να έλθει από την Αθήνα ένας γιατρός γνωστός του.

Το είπαμε στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και αυτό έστειλε δύο γιατρούς από το Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, έναν πνευμονολόγο και έναν ορθοπεδικό.

Ήλθανε και οι δύο και είδανε τον Άκη και ηρέμησε λίγο αλλά ο ορθοπεδικός ζήτησε από τον αδελφό μου να πληρωθεί διότι δεν του έφθαναν αυτά που θα έπαιρναν από την υπηρεσία.

Ο Βασίλης του μίλησε αυστηρά και του τόνισε ότι μιλούσε για έναν εν ενεργεία Αξιωματικό.

Αυτός τότε με φώναξε και μου είπε ότι δεν πρέπει να μεταφερθεί και θα κάνει αυτός την εγχείρηση αλλιώς δεν θα ζήση.

Ξέροντας ότι έχω μαζί μου τον Ανώτατο Ιατρό, του απήντησα να μην βάλει το χέρι του επάνω στον Άκη, διότι δεν έχει καμία σχετική εμπειρία σε τέτοια περίπτωση και ότι θα τον πάω στο εξωτερικό και σε έξι μήνες θα τον έφερνα πίσω ζωντανό και περπατώντας.

Τότε μου είπε ότι δεν θα δώσει την συγκατάθεσή του για το εξωτερικό.

Ειδοποιήσαμε το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και ο Αρχηγός είπε να πάμε όπου θέλουμε διότι σύμφωνα με τους επίγειους γιατρούς δεν θα ζούσε η θα έμενε παράλυτος.

Έτσι, χάριν στον παραδόπιστο ορθοπεδικό γιατρό, αντί να φύγουμε από την Θεσσαλονίκη, τον φέραμε με ελικόπτερο στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, κάθισε μία εβδομάδα και μετά φύγαμε για την Δ. Γερμανία.

Μας περίμενε στην Φρανκφούρτη ο Ναυτικός μας Ακόλουθος και πήγαμε όλοι μαζί σε ένα χωρίο που ήταν το Νοσοκομείο.

Είχαμε και γιατρό σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού διότι κάθε στιγμή είχε άμεση ανάγκη ιατρού.

Ευτυχώς ο νευροχειρούργος του Νοσοκομείου ήταν Έλληνας και είχα μεγάλη βοήθεια.

Τον έβαλαν στην εντατική και σε μία εβδομάδα θα του έκαναν την εγχείρηση στην σπονδυλική στήλη για να διαπιστωθεί αν θα περπατούσε η όχι.

Ήμουν διαρκώς μαζί του και αυτό το επέτρεψε ο Διευθυντής του Νοσοκομείου διότι ο Άκης δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν παρά μόνο σε εμένα.

Μαζί μου είχε έλθει και ο αδελφός μου ο Βασίλης, ο οποίος υπέφερε όσο κι εγώ.

Έμεινε μαζί μου δέκα μέρες και μετά έφερα κοντά μου μια πρώτη μου εξαδέλφη που είμαστε πολύ δεμένες μεταξύ μας.

Έγινε η εγχείρηση με επιτυχία και όμως είχαν τις αμφιβολίες τους εάν θα περπατούσε η όχι.

Μέσα στην εντατική ήταν μία γιατρός από τα Σκόπια.

Δεν ξέρω γιατί αλλά από την αρχή δεν της είχα εμπιστοσύνη.

Ήξερα ότι ο Άκης ακουμπούσε επάνω μου και έπρεπε να διώξω τους φόβους του και να τον προστατεύσω.

Παρατηρούσα τα φάρμακα που του χορηγούσε η γιατρός από τα Σκόπια και κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Όσο κρατούσε η επήρεια των φαρμάκων ο Άκης παραλογιζόταν και μόλις περνούσε η επήρεια των φαρμάκων η συνεννόηση μεταξύ μας ήταν κανονική.

Εδώ κάτι συνέβαινε.

Μίλησα με τον Έλληνα γιατρό, ο οποίος όπως ήταν φυσικό δεν με πίστεψε διότι δεν ήξερε το παρελθόν του Άκη.

Του είπα ότι αν δεν τον βγάλει από την εντατική και μακριά από αυτήν την γιατρό θα γύριζα στην Ελλάδα.

Κατάλαβε ότι μιλούσα σοβαρά και την ίδια μέρα τον μετέφερε σε δωμάτιο του δικού του τμήματος.

Του είπα να κόψει όλα τα φάρμακα διότι ήσαν έτοιμοι να τον μεταφέρουν σε Ψυχιατρική Κλινική.

Μπορείτε να καταλάβετε το γιατί.

Θα ήταν πλέον ανίκανος να μιλήσει.

Τέτοια ήταν η επήρεια αυτόν των φαρμάκων στην εντατική που δύο φορές πέθαινε στα χέρια μου, χτυπούσαν τα μηχανήματα σαν δαιμονισμένα και την τελευταία στιγμή οι γιατροί τον επανέφεραν.

Μέναμε στο ίδιο δωμάτιο μαζί και πήγαινα στο ξενοδοχείο μόνο για να αλλάξω αφήνοντας όμως την εξαδέλφη μου μαζί με τον Άκη.

Ο Άκης όλο αυτό το διάστημα δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να περπατήσει.

Στο νέο δωμάτιο πέρασαν περίπου τέσσερις μέρες χωρίς να υπάρχει μεταβολή.

Την Πέμπτη όμως μέρα μου λέει…: «Πού είμαστε, τι έχουν τα πόδια μου και δεν μπορώ να τα κουνήσω?».

Πάλι τα συναισθήματά μου ανάμικτα, χαρά που συνήλθε και λύπη που έπρεπε να του πω τι του συνέβη.

Πάλι ο Ανώτατος Ιατρός με είχε βοηθήσει να τον σώσω.

Σκεφτείτε ότι η Σκοπιανή γιατρός της εντατικής μου είχε πει ότι θα έμενε στην εντατική τρία χρόνια.

Την είχα κερδίσει γι’ αυτό και η μεγάλη μου χαρά.

Οι γιατροί δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ανέλαβε τόσο γρήγορα.

Κάθε φάρμακο που του έδιναν το συζητούσα με τον Έλληνα γιατρό.

Όμως με κάποιο φάρμακο πάλι κάτι δεν μου πήγαινε καλά.

Ρώτησα τον γιατρό και τον παρακάλεσα να κοιτάξει την φαρμακολογία.

Ίσως να νόμιζε πως δε «έστεκα» και πολύ καλά, αλλά μου έκανε την χάρη και κοίταξε το βιβλίο φαρμακολογίας.

Δικαιώθηκα και πάλι.

Έτσι, από εκείνη την στιγμή και μετά όλα τα φάρμακα τα είχα σε ένα κουτί.

Τον έπαιρνα με το αναπηρικό καροτσάκι και κατεβαίναμε μαζί στο χωριό γιατί δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του.

Ήταν πολύ αδύνατος.

Αγόραζα βιταμίνες, έπαιρνα ιδιαίτερο φαγητό, γέμιζα το αναπηρικό καροτσάκι με φρούτα και φαγητά και το έσπρωχνα με όλη μου την δύναμη για να ανεβούμε στο λόφο που ήταν το Νοσοκομείο.

Τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα, μια από την κούραση και μια που τον έβλεπα στο αναπηρικό καροτσάκι.

Νόμιζα ότι ζούσα κάποιον εφιάλτη.

Τα παιδιά μας, ωστόσο, πήραν τα πτυχία τους στην Τουρκία και πήγε η μαμά μου να τα βοηθήσει με την μετακόμιση.

Όταν γύρισαν στην Ελλάδα τα έφερα στην Δ. Γερμανία για να δουν τον πατέρα τους και να πάρει δύναμη και ο Άκης.

Όλη την ημέρα και τη νύχτα έπρεπε να είμαι δίπλα του.

Οι γιατροί που τον εξέταζαν μου έλεγαν ότι δεν θα περπατήσει γιατί δεν έκανε καμία κίνηση στα πόδια του.

Όταν όμως έφευγαν οι γιατροί και τον παρακαλούσα να κουνήσει τα δάκτυλα των ποδιών του, το έκανε.

Πέταγα από την χαρά μου.

Όμως, όταν ρωτούσα τον Έλληνα γιατρό, που έλεγε ότι στην εποχή μας δεν γίνονται πια θαύματα.

Του είπα ότι θα ήθελα να ξέρω πότε θα είχα ελπίδες να περπατήσει και μου απαντά… «Μόνον όταν θα έχει την δύναμη καθήμενος στο καροτσάκι να το τραβήξει με τα πόδια του».

Τότε πήγα στον Αρχίατρο και πήρα την άδειά του να του κάνω γυμναστική και ασκήσεις στην θερμαινόμενη πισίνα και αφού πρώτα με εξέτασε αν κάνω σωστά τις ασκήσεις, μου έδωσε την άδεια.

Έχοντας την άδειά του, τον είχα στο γυμναστήριο τις περισσότερες ώρες της ημέρας και όταν ήμασταν στο δωμάτιο του έκανα μασάζ σε όλο το σώμα, μέχρι του σημείου τα χέρια μου να μην τα αισθάνομαι από τον πόνο.

Παρ’ όλο ότι αισθανόμουνα την παρουσία του Ανωτάτου Ιατρού δίπλα μου, μερικές φορές έχανα το θάρρος μου και τότε δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρια μου.

Σήκωνα τα μάτια μου στον Ουρανό και παρακαλούσα την Παναγία την Δεξιά να μου δώσει περισσότερη δύναμη, κάτι που έγινε εκείνο το βράδυ.

Προσπαθούσα να μείνω ξάγρυπνη γιατί ο Άκης ήθελε συνέχεια βοήθεια και κάποια στιγμή πέφτοντας στο κρεβάτι εξαντλημένη, ευχόμουν να μπορέσω να κοιμηθώ για δέκα λεπτά για να πάρω δύναμη και να ξεκουραστώ.

Αυτά τα δέκα λεπτά όμως με ταξίδεψαν στα αστέρια.

Ξύπνησα σε δέκα λεπτά ανανεωμένη και δυνατή, και έτοιμη να αντιμετωπίσω τον κόσμο όλον.

Θα θυμάστε βέβαια, εκείνη την Σκοπιανή γιατρό της εντατικής.

Προσπάθησε να ολοκληρώσει το έργο της βάζοντας έναν ιατρό Ινδό να συνεχίσει κουράζοντας τον Άκη με εξετάσεις επώδυνες, χωρίς καν να χρειάζονται.

Τότε ξαναείπα στον Έλληνα γιατρό ότι θα κάνω καταγγελία για άσκοπες εξετάσεις και έξοδα εις βάρος του Ελληνικού δημοσίου.

Κάποια μέρα μαθαίνω ότι η Σκοπιανή γιατρός της εντατικής έπαθε έμφραγμα και απομακρύνθηκε από το Νοσοκομείο.

Τότε ο Ινδός γιατρός ήλθε στο δωμάτιο και μου ζήτησε συγνώμη και ότι δεν θα μας ενοχλούσε ξανά.

Ευχαριστούσα τον Θεό που με δικαίωσε και πάλι διότι είχα φτάσει σε σημείο να βλέπω συνέχεια εχθρούς δίπλα μας.

Ύστερα από αυτό, αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στο έργο μου.

Η εξέλιξη του Άκη ήταν απίστευτη.

Όμως δεν έλεγα τίποτα σε κανέναν γιατρό.

Σύμφωνα με απόφαση του Γ.Ε.Ν., θα έπρεπε να φύγουμε τον Ιανουάριο του 1987 και ο καιρός περνούσε γρήγορα.

Κάποια ημέρα του Οκτωβρίου του 1986, φωνάζω τον Έλληνα γιατρό στο δωμάτιο και τότε είπα στον Άκη να τραβήξει το καρότσι με τα πόδια του.

Ο γιατρός δεν πίστευε στα μάτια του.

Τότε έπεσαν όλοι οι γιατροί επάνω του για να δουν το θαύμα και να βοηθήσουν για την γρηγορότερη ανάρρωσή του.

Η καλή διατροφή, οι βιταμίνες, η εντατική γυμναστική, το μασάζ και προ παντός η μεγάλη αγάπη τον στήριξαν ξανά στα πόδια του.

Κάποια ημέρα μας έστειλαν από την Αθήνα μια εφημερίδα που έγραφαν για την πολεμική δράση του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ και όταν του το διάβασα συγκινήθηκε.

Τότε για πρώτη φορά τον ρώτησα τι είχε γίνει στο ατύχημα.

Και μου απαντά… «Ήταν δολιοφθορά».

Παίρνω αμέσως τηλέφωνο έναν συμμαθητή του στο Γ.Ε.Ν. και του λέω να ερευνήσει το θέμα.

Εκείνος όμως γέλασε νομίζοντας ότι ο Άκης δεν μπορεί να συνεννοηθεί.

Άλλωστε τους είχαν διαβεβαιώσει ότι η κατάστασή του ήταν μη αναστρέψιμη.

Την άλλη μέρα, με πήρε τηλέφωνο η κόρη μου και μου ζήτησε να μιλήσει ο Άκης στον συμμαθητή του που είχα τηλεφωνήσει κι εγώ, για να τοποθετήσουν το αγόρι της σε καλή θέση.

Τότε πήρα πάλι τηλέφωνο τον συμμαθητή του και του είπα…: «Πάρε τον Άκη που σε θέλει».

Όταν άκουσε τον Άκη τα έχασε και του υποσχέθηκε να του κάνει την χάρη που του ζητούσε.

Φτάσαμε 4 Δεκεμβρίου 1986 όταν μα ειδοποίησε ο Ναυτικός Ακόλουθος ότι την επόμενη θα ερχόταν να μας πάρει για την Ελλάδα, διότι κατόπιν διαταγής του Γ.Ε.Ν., έπρεπε την επομένη, στις 5 Δεκεμβρίου να γυρίσουμε στην Ελλάδα και να συνεχίσουμε τη θεραπεία στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών.

Δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά.

Στις 5 Δεκεμβρίου 1986 φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Μας περίμενε ένας Αξιωματικός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.

Μας έφερε στο σπίτι και γύρισε και μου είπε ότι πρέπει να συνεχίσουμε μόνοι μας την θεραπεία του Άκη.

Ούτε καν να δουν στο Νοσοκομείο τι του έκαναν στη Δ. Γερμανία.

Επιστράτευσα πάλι όλες μου τις δυνάμεις και άρχισα να φέρνω μόνη μου στο σπίτι γιατρούς και φυσιοθεραπευτές.

Όμως η εγκατάλειψή του από την πατρίδα, του έκανε το μεγαλύτερο κακό.

Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το κράτος και οι συνάδελφοί του, του γύρισαν την πλάτη τους.

Έτσι με την επιστροφή μας στην Ελλάδα, περπατώντας ο Άκης με το «Π», το πρώτο μέρος του ονείρου μου στην Θεσσαλονίκη είχε ολοκληρωθεί.

Είχαμε φτάσει στην κορυφή του λόφου με την εκκλησία μέσα στα μεγάλα δέντρα.

Όμως ήξερα ότι τώρα θα άρχιζε ο νέος Γολγοθάς για να ανέβουμε το βουνό.

Αυτή τη φορά χωρίς, όμως, να έχω δει και την κορυφή.

Τον Μάρτιο του 1987, τον αποστρατεύουν με τον βαθμό του Υποναυάρχου.

Μπορούσα να καταλάβω πως αισθανόταν που τον αποστράτευαν για δεύτερη φορά, όταν μάλιστα είσαι και ανάπηρος.

Τότε μου είπε ότι θα πάει δικαστικώς για να κερδίσει όλα όσα του στέρησαν.

Εκείνον τον χρόνο, τον πλησίασε ένας συνάδελφός του, ο οποίος δεν είναι μαζί μας σήμερα, απόστρατος και συγγραφέας.

Γίναμε φίλοι και σιγά-σιγά θέλησε να μάθη τι ακριβώς συνέβη στην Κύπρο.

Μέχρι τότε είχαν γραφεί πολλά σε εφημερίδες και σε περιοδικά.

Ο Άκης δεν μιλούσε εύκολα γι’ αυτά τα γεγονότα.

Όμως εκείνος ο καλός φίλος του ενέπνευσε εμπιστοσύνη και συχνά μιλούσαν για τα Κυπριακά.

Οι υποτιθέμενοι φίλοι σιγά-σιγά αραίωναν τις επισκέψεις στον Άκη, ο οποίος ήταν και της παρέας και του γλεντιού, αλλά ένας ανάπηρος προκαλεί τον οίκτο και αυτό το κατέβαλε αρκετά.

Η μόνη διέξοδός μας ήταν κάθε εβδομάδα από Παρασκευή πρωί μέχρι Κυριακή βράδυ που πηγαίναμε στην λίμνη Υλίκη, όπου έχουμε ένα κτήμα με ένα μικρό σπιτάκι μέσα.

Εκεί αισθανόταν και ελεύθερος και χρήσιμος.

Ανέβαινε στο τρακτέρ και γύριζε ελεύθερος σε κάθε γωνιά του κτήματος αντικαθιστώντας έτσι τα πόδια του.

Εκεί μπόρεσα και έφτιαξα ένα εκκλησάκι όμοιο με εκείνο που είχα δει στο όνειρό μου στην Θεσσαλονίκη.

Το αφιέρωσα στην Ανάσταση γιατί ο Άκης ήταν πεθαμένος και αναστήθηκε, στην Παναγία που μου κρατούσε συντροφιά σε όλες τις δύσκολες ώρες και στην Οσία Πελαγία, όπως λέγεται εκεί η περιοχή.

Το θεωρούσα ένα μικρό ευχαριστώ στον Ανώτατο ιατρό που άφησε τον Άκη να ζήσει, έστω και έτσι.

Παρατηρούσα, όμως, ότι είχε αποκτήσει στο πρόσωπό του μία απέραντη πίκρα, χωρίς όμως να χάσει το υπέροχο χαμόγελό του.

Εκείνο που ήθελε περισσότερο ήταν να είμαι δίπλα του μέρα νύχτα.

Και στο διπλανό δωμάτιο να ήμουν, τον άκουγα να φωνάζει… «Αμαλίτσα μου που είσαι?».

Αυτή η εξάρτηση από εμένα με ανησυχούσε, διότι άλλο περίμενα και όχι αυτό.

Ήθελα να κάνει μεγαλύτερη προσπάθεια να περπατήσει μόνος του και να γίνει όπως πρώτα, όμως έβλεπα ότι άρχιζε σιγά-σιγά να χάνει την εμπιστοσύνη από τον εαυτό του και να ζητά τα πάντα στο χέρι.

Προσπαθούσα να καταλάβω αν το έκανε για να έχει τους αγαπημένους του συνέχεια κοντά του η γιατί δεν είχε την δύναμη να συνεχίσει την προσπάθεια να γίνει καλλίτερα.

Άρχισα να απογοητεύομαι διότι και οι δικές μου αντιστάσεις έπεφταν.

Εκείνο που του έδινε δύναμη ήταν η δικαστική διαμάχη με το Γ.Ε.Ν.

Ήθελε να κερδίσει, να δικαιωθεί.

Και το κατάφερε.

Το Συμβούλιο Επικρατείας, το 1992, ακυρώνει την άδικη, για δεύτερη φορά, αποστρατεία του.

Βάσει αυτής της αποφάσεως, το Συμβούλιο Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων (Σ.Α.Γ.Ε.) τον προάγει εις τον βαθμό του Αντιναυάρχου και ταυτόχρονα τον αποστρατεύει για Τρίτη φορά τον Μάρτιο του 1992.

Επειδή, όμως η σύνταξή του παρέμεινε να είναι του Υποναυάρχου, προχωρεί ακόμη περισσότερο και για την οικονομική αποκατάσταση, καταφεύγοντας για άλλη μια φορά στο Συμβούλιο Επικρατείας, η απόφαση του οποίου ήταν μεν θετική, την απέρριψε όμως το Γ.Ε.Ν.

Η επί τόσα χρόνια φροντίδα της υγείας του από ορθοπεδικούς και φυσιοθεραπευτές μας είχε εξαντλήσει οικονομικά.

Το 1993 καταφέρνουμε ώστε με εντολή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Υπουργού των Οικονομικών, να πάρει συμπληρωματικό εφάπαξ τριών εκατομμυρίων δραχμών περίπου, που εκείνη την στιγμή μας ήλθε σαν Θείο δώρο, καθώς τον Σεπτέμβριο του 1993 παντρεύαμε την δεύτερη κόρη μας.

Δεν νομίζω να έμεινε κανείς από τους προσκεκλημένους ασυγκίνητος, βλέποντας τον Άκη με το μπαστούνι να οδηγεί την κόρη μας στην εκκλησία.

Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, πόση δύναμη κατέβαλε για να σταθεί όρθιο τόσο στο μυστήριο όσο και κατά την διάρκεια των συγχαρητηρίων.

Κάλεσε όλους τους συμμαθητές του και νομίζω ότι ήταν οι καλύτερές μας στιγμές μετά το ατύχημα.

Μέχρι εκείνο τον χρόνο, η υγεία του δεν είχε παρουσιάσει κανένα πρόβλημα εκτός του ότι νοσηλεύτηκε για λίγες μέρες στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών λόγω περικαρδίτιδας, η οποία και πέρασε με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.

Εκείνη την εποχή, αν και πολύ κουρασμένη, δεν είχα κοιτάξει το ρολόι της οικογενειακής μου ευτυχίας.

Νόμιζα ότι ίσος θα είχε ξεκινήσει την προς τα εμπρός πορεία του.

Όμως έκανα λάθος.

Αυτό συνέχιζε να βαδίζει σταθερά και αργά προς τα πίσω.

Τον Ιούνιο του 1994 είχαμε πάει στο κτήμα για να κάνουμε την πρώτη λειτουργία και η χαρά του ήταν έκδηλη.

Κοινώνησε με πολλή κατάνυξη και έβλεπα τα μάτια όλων των παρευρισκομένων να βουρκώνουν από την συγκίνηση.

Την επόμενη ημέρα έπρεπε να πάω στο Νοσοκομείο Υγεία μαζί με την μεγάλη μας κόρη και την νύφη μου για να βγάλω έναν πολύποδα από μια χορδή του λαιμού.

Ο Άκης μου έμεινε στο σπίτι με την μαμά μου και την αδελφή μου.

Ήταν η πρώτη φορά που τον άφηνα μόνο του.

Του είπα να μην ανησυχεί, διότι ο γιατρός του, μου είπε ότι είναι υπόθεση πέντε λεπτών μόνο.

Όμως δεν έγινε ακριβώς έτσι, διότι έπαθα αλλεργικό σοκ και έμεινα σε κώμα σχεδόν πεντέμισι ώρες.

Ο Άκης, όπως έμαθα μετά, ανησύχησε τόσο πολύ που έβαλε της φωνές και τον άκουσαν όλοι οι σύνοικοι.

Ίσως αυτό ήταν η αρχή του τέλους.

Το μεσημέρι με έφεραν στο σπίτι, τον έσφιξα στην αγκαλιά μου κλαίγοντας και ξάπλωσα στον καναπέ δίπλα του.

Όμως παρ’ όλο που δεν αισθανόμουν καθόλου καλά, διότι μόλις είχα γυρίσει από το κατώφλι του θανάτου, άκουγα τον Άκη να ανασαίνει βαριά.

Παίρνω αμέσως τηλέφωνο έναν φίλο μας γιατρό και του εξηγώ την κατάσταση και μας είπε να εισαχθούμε και οι δύο στο Ναυτικό Νοσοκομείο.

Μείναμε περίπου δέκα ημέρες μέσα.

Συνήλθα από το σοκ, αλλά και ο Άκης δεν παρουσίαζε τίποτα το παθολογικό.

Μόλις γυρίσαμε σπίτι, του είπα ότι έπρεπε να πάω στην νύφη μου την οδοντίατρο για λίγο γιατί πονούσε πολύ το δόντι μου.

Δεν έκανα περισσότερο από τρία τέταρτα της ώρας, όταν γυρίζοντας στο σπίτι δεν είδα τον Άκη.

Η μαμά μου, μου είπε ότι ο Άκης είχε πάθει κάτι σαν εγκεφαλικό και ένα ζευγάρι φίλων μας από την πολυκατοικία τον είχαν πάει στο Νοσοκομείο.

Έτρεξα αλλόφρων στα εξωτερικά ιατρεία του Ναυτικού Νοσοκομείου.

Είχε συνέλθει αλλά είχε μια μικρή δυσκαμψία στο πόδι και στο χέρι του.

Έγινε αμέσως εισαγωγή.

Κατά την διάρκεια της νοσηλείας του, παρ’ όλο ότι δεν έφυγα από δίπλα του καθόλου, κάτι δεν πήγαινε καλά.

Κάτι άσχημο πλανιόταν στον αέρα.

Ήρθαν και τον είδαν πολλοί φίλοι του και συμμαθητές του, μεταξύ των οποίων και ο Αρχηγός του Ναυτικού.

Για μένα όμως οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τυπικές επισκέψεις.

Δεν πήγαινε καλά …το ήξερα.

Δεν με άφηνε από κοντά του, ούτε σε απόσταση ενός μέτρου.

Εκείνο όμως που με έκανε να ανατριχιάσω ήταν ότι για πρώτη φορά έβγαλε από πάνω του το Τίμιο Ξύλο και το πέρασε στο λαιμό μου.

Διαμαρτυρήθηκα έντονα αλλά δε σήκωνε κουβέντα.

Κοίταξα γρήγορα το ρολόι μου.

Περίεργο, το έβλεπα να σταματά και να ξαναρχίζει γρήγορα αυτή την φορά την κίνησή του προς τα πίσω.

Το ίδιο βράδυ δεν με άφησε να κοιμηθώ καθόλου παρ’ όλο που υπήρχε και αποκλειστική νοσοκόμα.

Όμως, κάποια στιγμή αισθάνθηκα τα βλέφαρά μου να κλείνουν.

Δεν ήθελα να κοιμηθώ αλλά ο ύπνος με νίκησε.

Μόλις άνοιξα τα μάτια μου τον είδα να κοιμάται ήρεμα, όμως δεν μου άρεσε.

Η νοσοκόμα μου είπε να τον αφήσουμε να κοιμηθεί αλλά εγώ φώναξα με όλοι μου τη δύναμη τον γιατρό, γιατί είχα καταλάβει ότι βρισκόταν σε κώμα.

Τον έβαλαν στην εντατική.

Μου είπαν ότι είχε ένα εκτεταμένο εγκεφαλικό αλλά και κάτι άλλο περίεργο.

Έφευγε από το αίμα ένα στοιχείο με αποτέλεσμα να προκαλείται αιμορραγία.

Του έκαναν έγχυση αυτού του στοιχείου για πρώτη φορά την ιστορία του Ναυτικού Νοσοκομείου, αλλά αυτό να εξαφανίζεται και πάλι.

Πήρα τηλέφωνο τον Αρχηγό, διότι ενώ ζήτησα να κάνουν ιατρικό συμβούλιο καθότι δεν ήξεραν τι συνέβαινε, ο διευθυντής του Νοσοκομείου μου είπε ότι δυστυχώς είναι απόστρατος και δεν δικαιολογείται συμβούλιο, και τον παρακάλεσα να τον επαναφέρει στην υπηρεσία για να το κάνουν.

Δυστυχώς μου είπε, ο Αρχηγός, δεν γίνεται.

Είδα έναν άλλον συμμαθητή του και τον παρακάλεσα και εκείνον και μετά από πολλές συζητήσεις οι γιατροί του Νοσοκομείου έκαναν ένα υποτιθέμενο συμβούλιο μεταξύ τους.

Όμως είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος και εγώ δεν μπορούσα να κάνω συμβούλιο με δικά μου έξοδα.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τον βλέπω σε καταστολή να παιδεύεται και να χάνεται ώρα με την ώρα.

Πάλεψε περίπου είκοσι ημέρες.

Έμπαινα στην εντατική και του μιλούσα.

Ήξερα πως με άκουγε, διότι προ ολίγων ημερών είχα βρεθεί και εγώ σε κώμα και άκουγα όλους αυτούς που μου μιλούσαν.

Τον παρακαλούσα, λοιπόν, να γυρίσει πίσω και να μην με αφήσει μόνη μου.

Όμως αντί για απάντηση κοίταζα το ρολόι μου που έτρεχε πλέον σαν δαιμονισμένο προς τα πίσω.

Παρακαλούσα τον Θεό η να τον κάνει καλά η να τον πάρει κοντά του.

Είμαι βεβαία ότι τον αγαπούσε πάρα πολύ για να τον αφήσει να παιδεύεται σε αυτόν τον σκληρό κόσμο.

Έτσι στις 27 Ιουλίου 1994 όταν μπήκα στην εντατική να τον δω, κατάλαβα ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα.

Βγήκα γρήγορα έξω για να μπουν και τα παιδιά μας.

Σε λίγο ένοιωσα το ρολόι της ευτυχίας μας να με ταρακουνά και έπειτα από λίγα λεπτά να σταματά οριστικά.

«Αυτό ήταν», είπα και είδα τον γιατρό να βγαίνει με σκυμμένο το κεφάλι.

Αμέσως ακολούθησα το παράδειγμά του.

Πέταξα το ρολόι της ευτυχίας αλλά απέκτησα ένα άλλο, της Δύναμης.

Το κούρδισα δυνατά και του είπα… «Εσύ θα με πηγαίνεις μόνον μπροστά με δύναμη και χωρίς ευτυχία».

Ήταν από ατσάλι και ένοιωσα και τον εαυτό μου να γίνεται δυνατός σαν ατσάλι, διότι ήξερα ότι είχα να αντιμετωπίσω και πολλές δυσκολίες και πολλούς εχθρούς, εκείνους τους ίδιους που είχε και ο Άκης.

Διότι αυτοί ήταν σαν τον δράκουλα γιατί δεν τους φτάνει το αίμα του ενός, αλλά θέλουν να πιουν μέχρι τελευταίας ρανίδας και το αίμα της συντρόφου του.

Μόνον που δεν ήξεραν ότι επάνω μου είχα εγώ τώρα ένα κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο του Εσταυρωμένου.

Οι πρώτες ενδείξεις φάνηκαν την ημέρα του «Τελευταίου αντίο».

Αφού είχαν τελειώσει την αποστολή τους, βρέθηκαν εκεί για να βεβαιωθούν ότι πράγματι θα έφευγε για το τελευταίο του ταξίδι, φοβούμενοι μην την ξαναπάθουν πάλι όπως μετά το ατύχημα.

Στέφανοι, λόγια, λόγια ανούσια και υποκριτικά.

Ούτε εκεί, την τελευταία στιγμή, δεν τόλμησαν να αναφέρουν την πολεμική του δράση στην Κύπρο το 1974.

Είχα την επιθυμία να τους πετάξω όλους έξω, όμως δεν θα τους έκανα την χάρη να χαλάσω την ιερή στιγμή του αποχαιρετισμού.

Και την ώρα των συλλυπητηρίων ένας ανάγωγος και ανάξιος, που φέρει τον τίτλο του Αξιωματικού του ένδοξου Πολεμικού Ναυτικού, προσπάθησε να μου πει ότι έπρεπε να επιστρέψω στο Γ.Ε.Ν. το συμπληρωματικό εφ’ άπαξ που είχε χορηγήσει το κράτος τον προηγούμενο χρόνο στον Άκη.

Τον κοίταξα σκληρά και του απάντησα… «Θα τα πούμε».

Κατάλαβα ότι τώρα μπορεί να μην ήμουν ευτυχισμένη χωρίς τον Άκη, αλλά ήμουν άτρωτη στα φαρμακερά βέλη των εχθρών του.

Έτσι με ήθελε και εκείνος.

Θα τα έβαζα με οποιονδήποτε, όσο ψηλά και αν ήταν.

Θα προστάτευα πάση θυσία το όνομα του Χανδρινού.

Ήξερα ότι ερχόταν καταιγίδα επάνω μου, οικονομική αυτήν την φορά η για να είμαι πιο σαφής, η δεύτερη οικονομική καταιγίδα, διότι η πρώτη ήταν όταν γυρίσαμε από την Δ. Γερμανία.

Με είχε φωνάξει στο Γ.Ε.Ν. ένας υποτιθέμενος αδελφικός του φίλος και συμμαθητής προσπαθώντας να με κάνει να επιστρέψω ένα αρκετά μεγάλο ποσόν των εξόδων των ξενοδοχείων από την Δ. Γερμανία με την αιτιολογία ότι δεν προέβλεπε η απόφαση του Γ.Ε.Ν. αυτά τα έξοδα.

Περίπου δύο μήνες ανεβοκατέβαινα στο Γ.Ε.Ν. λέγοντάς του πως, ότι και να έκανε, τα χρήματα δεν θα τα επέστρεφα, διότι είχα την απόφαση στα χέρια μου και ήξερα τι δικαιολογούσε και τι όχι, δεδομένου ότι είχα υπηρετήσει στο οικονομικό τμήμα του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος επί δέκα ολόκληρα χρόνια.

Αφού με ταλαιπώρησε, ζητώντας τις αποδείξεις των ξενοδοχείων, ενώ βάσει της αποφάσεως η έγκριση ήταν άνευ αποδείξεων και αφού οι Δ. Γερμανοί μου της έστειλαν τις αποδείξεις, όταν τις πήγα στο Γ.Ε.Ν. μου είπε ότι είχα δίκιο και ότι το οικονομικό τμήμα του Γ.Ε.Ν. δεν χρειαζόταν καμιά απόδειξη, ούτε καν απόδοση λογαριασμού.

Αυτός ο υποτιθέμενος κύριος ο παιδικός φίλος, ο συμμαθητής του, ήταν ο μεγαλύτερος διώκτης του Χανδρινού η καλλίτερα για να ακριβολογώ ΕΙΝΑΙ μέχρι και σήμερα.

Ήταν η πρώτη φορά που έκρυψα από τον Άκη την συμπεριφορά αυτού του κυρίου που ούτε αυτό το κύριος δεν του αξίζει, για να μην του γκρεμίσω την εμπιστοσύνη προς τους φίλους του.

Όμως ήταν πολύ έξυπνος για να μην καταλάβει ότι αυτός ήταν, από τις λίγες ευτυχώς εξαιρέσεις, που δεν είχε έλθει να τον επισκεφθεί μετά το ατύχημα.

Μετά από αυτήν την παρένθεση, ας ξαναγυρίσω στην οικονομική καταιγίδα.

Λίγο καιρό μετά το τελευταίο αντίο, λαμβάνω ένα έγγραφο από το Αρχηγείο Ναυτικού, στο οποίο μου ζητούσαν να επιστρέψω το ποσόν του εφ’ άπαξ.

Τους απήντησα ότι ο Άκης το παρέλαβε νόμιμα από το Κράτος και δεν θα το επιστρέψω, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ύστερα από μια κηδεία με δικά μου έξοδα και όχι του κράτους όπως θα έπρεπε δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τα χρήματα.

Αλλά και να τα είχα πάλι δεν θα τα επέστρεφα.

Στέλνει ο Αρχηγός το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο και μα πηγαίνουν στο γραφείο του, όπου εκτός από τον ίδιο, ήταν παρόντες τόσο ο Υπαρχηγός όσο και ο Αρχηγός του οικονομικού του Γ.Ε.Ν.

Επί τρεις ώρες αυτοί οι τρεις άνδρες, έχοντας απέναντί τους μια μαυροφορεμένη γυναίκα που μόλις πριν ενάμιση μήνα είχε στερηθεί την παρουσία του συζύγου της, προσπαθούσαν να με πείσουν να επιστρέψω τα χρήματα.

Πότε με καλό τρόπο και πότε φοβερίζοντάς με, με καταλογισμό και κατάσχεση.

Έφυγα με ψιλά το κεφάλι διότι δεν κατάφεραν να με κάμψουν.

Όμως, μετ’ ολίγον άρχισαν να καταφθάνουν στο σπίτι κλήσεις από το Ελεγκτικό Συνέδριο, καταλογισμός της Εφορίας και από την μεγάλη τους βιασύνη έστειλαν και καταλογισμό στην εργασία της μεγάλης κόρης μας.

Τους ειδοποίησα ότι τώρα που είχαν θίξει την κόρη του Χανδρινού θα τους πήγαινα δικαστήριο διότι η κόρη μου δεν είχε κληρονομήσει τίποτα από τον πατέρα της παρά μόνο το ένδοξο όνομά του.

Σε λιγότερο από μία ώρα κατέφθασε σπίτι μου ένας ναύτης φέρνοντας ένα άλλο έγγραφο, αντικαθιστώντας το πρώτο, χωρίς το όνομα της κόρης μου.

Μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς τον πανικό τους.

Ο επιστήθιος φίλος του Άκη να κυνηγά μανιωδώς την κόρη του.

Εν συνεχεία, έπεσαν με μεγαλύτερη μανία επάνω μου, προσπαθώντας να με πετάξουν έξω από το σπίτι μου, κάνοντας κατάσχεση στην επικαρπία του σπιτιού.

Δεν υπήρχε κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομα μου παρά μόνο το αυτοκίνητο του Άκη, που ήταν παλιό και άνευ αξίας.

Βεβαίως σταμάτησα την κατάσχεση, εις βάρος μου, της Εφορίας που είχε αναλάβει να εισπράξει το ποσόν εκ μέρους του Γ.Ε.Ν.

Κι εδώ είχαν κάνει λάθος, διότι δεν είχαν ενημερωθεί ότι υπήρχε απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είχε δώσει αναστολή εκτελέσεως του καταλογισμού μέχρι νεοτέρας.

Ευτυχώς ο δικηγόρος, ο οποίος αν και δεν γνώριζε τον Άκη, ούτε ήταν φίλος του, ούτε συμμαθητής του, δεν δέχτηκε καμιά αμοιβή, διότι μου εξήγησε ότι εμείς χρωστάμε στον Χανδρινό και όχι αυτός σε εμάς.

Όμως αυτήν την ίδια εποχή, ένα πάρα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας μου στέρησε για λίγο χρόνο την σωματική μου δύναμη, αλλά όχι και την ψυχική μου δύναμη.

Μην ξεχνάτε πως το καινούριο μου ρολόι λειτουργούσε άψογα και το Ιερό Ξύλο έδιωξε και τον σωματικό κίνδυνο.

Άρα τώρα είχε έλθει η ώρα να τους χτυπήσω κι εγώ εκεί που πονούσαν περισσότερο.

Ήθελαν να εξαφανίσουν την πολεμική δράση του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ.

Αλλά όσα στοιχεία και αν είχαν καταστρέψει, τα δικά μου ήταν αρκετά.

Και επειδή με ειδοποίησαν κάποιοι καλοί φίλοι ότι θα έκλεβαν τα στοιχεία, έβγαλα τόσες φωτοτυπίες, ώστε να μην μπορώ να υπολογίσω τον αριθμό και τις μοίρασα σε εξέχοντες ανθρώπους και πατριώτες.

Τα στοιχεία αυτά άρχισαν να διαρρέουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλη την Ελλάδα.

Υπήρξαν άνθρωποι και Έλληνες συγχρόνως, που τροφοδότησαν τα μέσα, χωρίς να είμαι εν γνώσει, σχετικά με την δράση του Χανδρινού.

Πρώτος άρχισε ο συνάδελφος και συγγραφέας με άρθρο του στην Απογευματινή.

Ακολούθησαν κανάλια και πολλά άλλα δημοσιεύματα, τα οποία ήσαν καταπέλτες για τους προδότες του Ελληνισμού.

Όμως αυτοί έκαναν πως δεν ήξεραν τίποτα.

Δεν μιλούσαν νομίζοντας ότι αν δεν απαντήσουν ο κόσμος θα ξεχάσει.

Αλλά για κακή τους τύχη, ξύπνησε η Κύπρος.

Ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος, δημοσιογράφος και Έλληνας, άκουσε με μεγάλη προσοχή την πραγματική Ιστορία του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ και ήλθε στην Αθήνα με τους συνεργάτες του.

Πήρε διάφορες συνεντεύξεις, είδε το σπίτι του Χανδρινού, είδε τα στοιχεία και εν συνεχεία δημιούργησε ένα οδοιπορικό της πορείας του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ, της πολεμικής του δράσης, της Ηρωικής μάχης της ΕΛ.ΔΥ.Κ. και της πορείας των δύο υποβρυχίων ΓΛΑΥΚΟΣ και ΝΗΡΕΥΣ.

Κυβερνήτης του Υ/Β. ΓΛΑΥΚΟΣ ήταν ο αδελφός μου ο Βασίλης Γαβριήλ.

Προβλήθηκε πολλάκις εις την Κύπρο και ο Σύνδεσμος Καταδρομέων της Επαρχίας Πάφου μαζί με τον Δήμαρχο και το Δημοτικό Συμβούλιο αφιέρωσαν ένα πάρκο και ένα απέριττο μνημείο για να θυμίζει σε όλους την Ηρωική δράση του Χανδρινού, του πληρώματος του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ και την συμμετοχή της ΕΛ.ΔΥ.Κ. στην υπεράσπιση της ελευθερίας της Κύπρου.

Τα αποκαλυπτήρια έκανε ο τότε Πρόεδρος της δημοκρατίας της Κύπρου.

Εκεί άκουσα για πρώτη φορά πόσο συνέβαλε το Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ στην ελευθερία της Πάφου από τον ίδιο τον Υπουργό Άμυνας της Κύπρου.

Εκεί ένοιωσα ότι βρισκόμουν στην πραγματική Ελλάδα, ανάμεσα σε πραγματικούς Έλληνες που αγαπούν με πάθος την Πατρίδα που τους γέννησε.

Δεν σταμάτησαν όμως εκεί.

Έδωσαν το όνομα του Χανδρινού και σε ένα δρόμο της Πάφου, ξανά με πρωτοβουλία του Προέδρου του Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων Επαρχίας Πάφου και του Δήμου της πόλης Πάφου.

Την σκυτάλη της ενημερώσεως περί της πολεμικής δράσεως του Α/Γ. ΛΕΣΒΟΣ πήρε ο πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρίας Μελέτης Εθνικών Θεμάτων «ΑΧΙΛΛΕΥΣ», έκανε γνωστή την Ιστορία του Α’Γ. ΛΕΣΒΟΣ και βράβευσε τον Χανδρινό για την εξέχουσα Εθνική προσφορά του.

Το βραβείο παρέλαβαν δια λογαριασμό του η γυναίκα του και οι κόρες του Χανδρινού.

Μη νομίζετε πως οι εχθροί της Ιστορίας της Ελλάδος έπαψαν να μάχονται τον Χανδρινό.

Σε κάθε εκπομπή της τηλεόρασης έσπευδαν να πάρουν τηλέφωνο η τον παρουσιαστή η τον ιδιοκτήτη του καναλιού δια να μην επιτρέψουν ξανά την αναμετάδοση της Ιστορίας του Χανδρινού.

Δεν νομίζω ότι αυτούς ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για την τραγωδία της Κύπρου και τόσων χαμένων παιδιών, που αυτοί τα έστειλαν στην Κύπρο, να μπορούμε να τους ονομάζουμε «Έλληνες».

Πρέπει όμως να σταματήσω να μιλώ για τις αναμνήσεις μου διότι έχω τόση πίκρα αλλά και τόση δύναμη από το καινούριο μου ρολόι που μπορεί να πω πολλά κοσμητικά επίθετα γι’ αυτούς που πρόδωσαν και ακόμα εξακολουθούν να προδίδουν και να ξεπουλούν τον Ελληνισμό.

Όμως όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο κράτησε το καλύτερο κομμάτι για τον εαυτό του και αυτό είναι η Ελλάδα και της έδωσε το χάρισμα, μόνο αυτή, να γεννάτε το ΠΝΕΥΜΑ, όπως είπε και ο Χριστός, και να μεταδίδεται στον κόσμο.

Γι’ αυτό και η ΕΛΛΑΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΠΟΤΕ!

Όσο για μένα συνεχίζω τον αγώνα μου για την Πατρίδα μου, τον Χανδρινό και τα παιδιά μου μέχρι να με καλέσει ο Θεός και να παραδώσει την σκυτάλη μου σε κάποιον άλλον.

Έως τότε, όμως, το Ιερό Ξύλο και το ατσαλένιο ρολόι μου θα μου δίνουν την δύναμη που πρέπει να έχω για να αντιμετωπίζω τους ΥΠΑΝΘΡΩΠΟΥΣ μα και τους ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ.

Αυτή είναι η μαρτυρία μου για τον Άκη μου, από τον Ιούλιο του 1974 μέχρι και σήμερα.

Από την ημέρα που τον γνώρισα, μικρό κοριτσάκι, μέχρι την ημέρα που πέταξε ελεύθερος στον Δημιουργό του.

Είναι ο δικός μου Άκης και κανείς δεν μπορεί να μου τον πάρει πια.

bottom of page